καναρίνι — (Serinous canarius canarius). Στρουθιόμορφο σποροφάγο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενές των Καναρίων νήσων, των Αζορών και της Μαδέρας. Τα κ. εισήχθησαν στην Ισπανία το 1478, μετά την κατάκτηση των Κανάριων νήσων από τους Ισπανούς, οι… … Dictionary of Greek
παπαγάλος — ο 1. ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών ζωηρόχρωμων θορυβωδών διακοσμητικών πτηνών που αποτελούν την τάξη ψιττακόμορφα, η οποία έχει μία μόνον οικογένεια, τους ψιττακίδες, με 300 περίπου είδη, που απαντούν σε όλες τις τροπικές και υποτροπικές ζώνες… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek